Translate

Friday 8 December 2017

Red-breasted merganser (Mergus serrator) Linnaeus, 1758 - Θαλασσοπρίστης - Σκουφοπρίστης - Θαλασσοβουττηκτής - Cyprus


Cyprus' 16th Red-breasted Merganser that was discovered by John East in Akrotiri. 05/12/2017

The red-breasted merganser (Mergus serrator) is a diving duck, one of the sawbills. The genus name is a Latin word used by Pliny and other Roman authors to refer to an unspecified waterbird, and serrator is a sawyer from Latin serra, "saw".

The red-breasted merganser was one of the many bird species originally described by Linnaeus in the landmark 1758 10th edition of his Systema Naturae, where it was given the binomial name of Mergus serrator.

The adult red-breasted merganser is 51–62 cm (20–24 in) long with a 70–86 cm (28–34 in) wingspan. It has a spiky crest and long thin red bill with serrated edges. The male has a dark head with a green sheen, a white neck with a rusty breast, a black back, and white underparts. Adult females have a rusty head and a greyish body. The juvenile is like the female, but lacks the white collar and has a smaller white wing patch.

The call of the female is a rasping prrak prrak, while the male gives a feeble hiccup-and-sneeze display call.

Red-breasted mergansers dive and swim underwater. They mainly eat small fish, but also aquatic insects, crustaceans, and frogs.

Its breeding habitat is freshwater lakes and rivers across northern North America, Greenland, Europe, and Asia. It nests in sheltered locations on the ground near water. It is migratory and many northern breeders winter in coastal waters further south.

The fastest duck ever recorded was a red-breasted merganser that attained a top airspeed of 100 mph while being pursued by an airplane. This eclipsed the previous speed record held by a canvasback clocked at 72 mph

The red-breasted merganser is one of the species to which the Agreement on the Conservation of African-Eurasian Migratory Waterbirds (AEWA) applies.
From https://en.wikipedia.org/wiki/Red-breasted_merganser

Photos and videos Akrotiri 8/12/2017 by George Konstantinou





















Photos Αγία Τριάδα, Παραλίμνι 4/1/2023 by George Konstantinou










Monday 4 December 2017

Όλα για την κυπριακή αλεπού. Υπερπληθυσμός ή όχι; (pics & vids) - Του Γιώργου Κωνσταντίνου - Εφημερίδα πολίτης 3/12/2017


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 3.12.2017

Στον πλανήτη μας υπάρχουν δώδεκα είδη αλεπούδων τα οποία ανήκουν στο γένος Vulpes, ανήκουν στα θηλαστικά και στην οικογένεια Κυνίδες (Canidae). Την αλεπού τη συναντάμε σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρτικής.
Αν και συγκαταλέγονται στα σαρκοφάγα ζώα στην ουσία είναι παμφάγα, καθώς τρέφονται και με διάφορα φυτικά είδη και φρούτα.
Το πιο γνωστό και διαδεδομένο ανά τον κόσμο από αυτά τα δώδεκα είδη είναι η κόκκινη αλεπού (Vulpes vulpes) και τη συναντάμε σε 47 υποείδη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αποτελεί το μεγαλύτερο είδος σε μέγεθος από όλα τα άλλα είδη αλεπούδων .


Κόκκινη αλεπού
Η κυπριακή αλεπού ανήκει στο είδος κόκκινη αλεπού Vulpes vulpes indutus (Miller, 1907) και είναι ένα από τα 47 υποείδη που συναντάμε στον πλανήτη μας και αποτελεί το μεγαλύτερο αρπακτικό ζώο που έχουμε στον τόπο μας και φημίζεται για την πονηριά και την εξυπνάδα της, εξ ου και η φράση «Είναι πονηρός σαν αλεπού». Σε περιπτώσεις εξημέρωσης από μικρή ηλικία δεν διαφέρει καθόλου η συμπεριφορά της από έναν φιλικό σκύλο. Δεν είναι επιθετικό ζώο και ποτέ δεν επιτίθεται στον άνθρωπο.
Είχα την τύχη και την απίστευτη εμπειρία να μεγαλώσω κάποτε ένα μικρό αλεπουδάκι και έμεινα έκπληκτος με την εξυπνάδα του και το πόσο φιλικό και παιχνιδιάρικο ήταν με τους ανθρώπους. Το μόνο κακό ήταν ότι δεν καθόταν ποτέ ήσυχο και κατέστρεφε τα πάντα στο σπίτι.



Είναι νυκτόβιο ζώο και κυνηγά τη νύκτα υπό την κάλυψη του σκότους αν και πολλές φορές τη συναντάμε να κυκλοφορεί και τη μέρα. Την ημέρα κρύβεται σε βαθιά λαγούμια που κατασκευάζει στο έδαφος και τα οποία  πάντα έχουν δύο εισόδους για σκοπούς διαφυγής σε περίπτωση κινδύνου. Κρύβεται επίσης σε σπηλιές, φυσικές τρύπες και κοιλώματα, καθώς και σε εγκαταλελειμμένα υποστατικά ακόμα και σε υπονόμους.

Το βίντεο μου που ακολουθεί(Το αγόρι και η αλεπού), είναι αντιπροσωπευτικό των εμπειριών που πρέπει να έχουν τα παιδιά μας και οι επόμενες γενιές απο τη φύση και τα ζώα:


Έξι χιλιάδες χρόνια
Η παρουσία της αλεπούς στο νησί μας ξεπερνά τις έξι χιλιάδες χρόνια και υπήρξε ένα από τα κυνηγετικά θηράματα των πρώτων νεολιθικών ανθρώπων που εποίκισαν την Κύπρο. Κόκαλα αλεπούς έχουμε βρει σε χώρο απόρριψης τροφικών καταλοίπων, των νεολιθικών ανθρώπων κοντά στον Άγιο Σωζόμενο χρονολογούμενα το 4000 π.Χ. Τα κόκαλα της αλεπούς ήταν αναμεμιγμένα με άλλα κόκαλα ζώων όπως αγριόχοιρου, ελαφιού, άγριας αγελάδας και αιγάγρου.
Πολύ πιθανόν την αλεπού να την έφεραν στο νησί από τις γειτονικές μας χώρες οι νεολιθικοί άνθρωποι πριν έξι χιλιάδες χρόνια για εκτροφή, να τους ξέφυγε επανερχόμενη ξανά στην άγρια της κατάσταση, όπως έχει συμβεί και με το κυπριακό αγρινό.

Η αλεπού τρέφεται με πουλιά, μικρά θηλαστικά , ερπετά, διάφορα φυτικά είδη, φρούτα, μεγάλα έντομα όπως ακρίδες, σκουλήκια, ψοφίμια ακόμα και με ανθρώπινα σκουπίδια. Είναι ένα από τα ωφέλιμα ζώα, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος της διατροφής της αποτελούν οι ποντίκες και άλλα τρωκτικά που είναι μια μάστιγα για τους γεωργούς. Μια αλεπού μπορεί να καταναλώσει αρκετές χιλιάδες τρωκτικά μέσα σε έναν χρόνο. Ενεργεί και ως καθαριστής της φύσης, καθώς τρέφεται με ψοφίμια και άρρωστα αδύνατα ζώα που μπορεί να πιάσει πιο εύκολα. Διαδραματίζει στη φύση και τον ρόλο του ρυθμιστή του υπερπληθυσμού άλλων ειδών όπως τρωκτικών, ερπετών και γενικά όλων των ειδών με τα οποία τρέφεται κρατώντας έτσι τις ισορροπίες της φύσης. Όταν έχει περίσσευμα φαγητού συνηθίζει να το θάβει στο έδαφος για να το φάει αργότερα.




Τροφική αλυσίδα
Συνηθίζουν σε παραλιακές περιοχές όπου αναπαράγονται οι θαλάσσιες χελώνες να σκάβουν τις φωλιές τους και να τρώνε αβγά και χελωνάκια, φυσικά αυτό είναι μέρος της τροφικής αλυσίδας αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό είναι καταστροφικό για τις χελώνες. Μια νύκτα είδα στη Λάρα, που είναι ένας από τους πιο σημαντικούς τόπους αναπαραγωγής των θαλάσσιων χελωνών, ομάδα από αλεπούδες να σκάβουν δίπλα από τα προστατευτικά κλουβιά των φωλιών των χελωνών και να τρώνε τα αβγά. Αυτό συνεχιζόταν καθ' όλη τη διάρκεια της νύκτας με αποτέλεσμα την καταστροφή δεκάδων φωλιών μόνο σε μια νύκτα. Αυτό μπορεί να αποφευχθεί με κατασκευή μεγαλύτερων κλουβιών από τους αρμοδίους. Επίσης είδα και βιντεογράφησα δύο αλεπούδες μέσα στην προστατευόμενη και περιφραγμένη λίμνη της Ορόκλινης, που μπορούν να καταστρέψουν σε μια νύκτα όλες τις φωλιές των σπάνιων πουλιών που αναπαράγονται εκεί, κάτι που επίσης πρέπει να δουν οι αρμόδιοι.


Οι αλεπούδες ζευγαρώνουν τους χειμερινούς μήνες και γεννούν νωρίς την άνοιξη. Η κύηση διαρκή περίπου 50 μέρες. Γεννούν μέσο όρο πέντε μικρά, ενώ σε καλές περιόδους με πλούσιο θήραμα μπορεί να γεννήσει και να αναθρέψει μέχρι και 10 μικρά σε λαγούμια στο έδαφος που κατασκευάζει η ίδια και τη φροντίδα τους αναλαμβάνει μόνο το θηλυκό. Τα μικρά γεννιούνται με χρώμα γκρίζο και κλειστά μάτια τα οποία τα ανοίγουν σε δύο βδομάδες περίπου. Οι αλεπούδες μπορούν να ζήσουν το μέγιστο μέχρι και δέκα χρόνια αλλά στην Κύπρο αυτό είναι πολύ δύσκολο λόγω της παράνομης καταπολέμησής της.

Η αλεπού λόγω του ότι είναι το μεγαλύτερο αρπακτικό ζώο του τόπου μας δεν έχει φυσικούς εχθρούς εκτός από τον άνθρωπο. Αν και προς το παρόν είναι προστατευόμενο είδος στην Κύπρο δέχεται μεγάλη πίεση από παράνομο κυνήγι και δηλητήρια, επίσης δεκάδες σκοτώνονται καθημερινά στους δρόμους από αυτοκίνητα και από ατυχήματα.

Μισητό ζώο είναι και για τους κτηνοτρόφους

Λόγω του ότι τρώνε και κυνηγετικά θηράματα όπως περδίκια και λαγούς είναι μισητό ζώο για τους περισσοτέρους κυνηγούς που τις θεωρούν ανταγωνιστές στο θήραμα και τις πυροβολούν όταν τις συναντήσουν. Μισητό ζώο είναι και για τους κτηνοτρόφους καθώς η αλεπού τους κατασπαράζει κουνέλια, κοτόπουλα, περιστέρια ακόμα και γάτους τη νύχτα. Πολλές φορές τοποθετούν δολώματα με δηλητήρια με σκοπό να αποδεκατίσουν τις αλεπούδες με αποτέλεσμα να σκοτώνουν εκτός από αλεπούδες και άλλα είδη όπως σκαντζόχοιρους, σκύλους, γάτους και αρπακτικά πουλιά. Με αυτόν τον απαράδεκτο απάνθρωπο και απαίσιο τρόπο έχουμε αποδεκατίσει τους γύπες μας.


Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί υπερπληθυσμός της αλεπούς και αυτό είναι αλήθεια, καθώς το διαπιστώνω πολλές φορές στις καθημερινές μου εξορμήσεις στη φύση. Πολλοί διαμαρτύρονται ότι τις βλέπουν ακόμα και μέσα σε πόλεις και χωριά κατασπαράζοντάς τους τα οικόσιτα ζώα τους. Οι κυνηγοί φωνάζουν ότι η αλεπού ευθύνεται για τη μείωση των θηραμάτων. Πολλοί ζητούν από την Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας να επιτρέψουν το κυνήγι τους ξανά. Από την άλλη οι φιλόζωοι διαμαρτύρονται και επικαλούνται τα δικαιώματα των ζώων. Η αλήθεια είναι ότι ένα νησί σαν την Κύπρο δεν μπορεί να σηκώσει έναν υπερπληθυσμό αλεπούδων και αυτό το λέω με λύπη διότι συμπαθώ ιδιαίτερα τα ζώα αυτά.
Όλοι έχουν δίκαιο και οι φιλόζωοι και οι κυνηγοί αλλά και οι κτηνοτρόφοι. Τι πρέπει όμως να γίνει; Ποια είναι η λύση για αυτό το μεγάλο πρόβλημα;
Μεγάλα ερωτήματα που πρέπει να δουν, να μελετήσουν και να λύσουν οι αρμόδιοι. Ας συμβουλευτούν ειδικούς από άλλες πολιτισμένες χώρες και πώς αντιμετώπισαν παρόμοιες περιπτώσεις και να πράξουν ανάλογα πάντα με σεβασμό προς τα ζώα και τη φύση.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου γεννήθηκε το 1960 στη Λευκωσία και είναι φυσιοδίφης ερευνητής της κυπριακής βιοποικιλότητας. Φωτογράφος και κινηματογραφιστής αγρίας ζωής και πρόεδρος του συνδέσμου προστασίας φυσικής κληρονομίας και βιοποικιλότητας της Κύπρου. Με ακούραστη δράση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσον αφορά το περιβάλλον και την βιοποικιλότητα του τόπου μας.



Montpellier snake - Malpolon insignitus - Σαΐττα - Σαπίτης - video - Cyprus

Montpellier snake - Malpolon insignitus - Σαΐττα - Σαπίτης - video - Cyprus

Sunday 3 December 2017

Long-eared hedgehog - Cyprus hedgehog - Hemiechinus auritus dorotheae (Σκαντζόχοιρος) - Video - Cyprus

Long-eared hedgehog - Cyprus hedgehog - Hemiechinus auritus dorotheae (Σκαντζόχοιρος) - Video - Cyprus

Η τελευταία 'σούπερ Σελήνη' του 2017 - The last full super moon 2017 from Cyprus


Το τελευταίο supermoon του 2017 θα δούμε αυτήν την Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου, και παρόλο που δεν είναι τόσο μοναδικό σαν θέαμα όσο μια ηλιακή ή σεληνιακή έκλειψη, είναι σίγουρα μια καλή αφορμή για να στρέψουμε το βλέμμα προς τον ουρανό το βράδυ. Θα είναι άλλωστε η μεγαλύτερη και πιο φωτεινή πανσέληνος της χρονιάς
Τη συγκεκριμένη ημέρα ο δορυφόρος της Γης θα την έχει πλησιάσει πολύ, σε απόσταση σχεδόν 358.400 χιλιομέτρων και έτσι το φεγγάρι θα φαίνεται 7% μεγαλύτερο και 16% φωτεινότερο από ό,τι συνήθως.
Η απόσταση της Σελήνης από τον πλανήτη μας δεν είναι σταθερή. Το κοντινότερο σημείο της (περίγειο) και το πιο μακρινό (απόγειο), εμφανίζουν αυξομειώσεις κάθε μήνα. Η μέση απόσταση Γης-Σελήνης (382.900 χιλιόμετρα) αυξάνεται κατά 5% περίπου στο απόγειο και μειώνεται κατά 5% στο περίγειο.
Στην περίπτωση της σούπερ Σελήνης, όπως αυτή της 3ης Δεκεμβρίου, η πανσέληνος συμπίπτει με το περίγειο. Ο όρος υπερ-Σελήνη επινοήθηκε το 1979 από τον αστρολόγο Ρίτσαρντ Νόλε. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η πανσέληνος συμπίπτει με το απόγειο, χρησιμοποιείται από μερικούς ο όρος μικρο-Σελήνη ή μίνι-Σελήνη. Για να υπάρχει σούπερ-Σελήνη, το φεγγάρι πρέπει να απέχει λιγότερα από 360.000 χιλιόμετρα από το κέντρο της Γης, αναφέρουν οι ειδικοί.
Η υπερ-πανσέληνος θα σημειωθεί στις 17:47 ώρα Ελλάδος, την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, ενώ το περίγειο της Σελήνης (δηλαδή το κοντινότερο πλησίασμά της στη Γη) θα συμβεί τη Δευτέρα το πρωί, στις 10:42 (ελληνική ώρα).
Στο περίγειο η Σελήνη θα απέχει από τη Γη 357.492 χιλιόμετρα, ενώ τη στιγμή της πανσελήνου λίγο παραπάνω (357.987 χλμ).
Στην περίπτωση της υπερ-Σελήνης, το φεγγάρι φαίνεται περίπου 7% μεγαλύτερο από μια τυπική πανσέληνο και 12% έως 14% μεγαλύτερο από μια μικρο-πανσέληνο (όταν το φεγγάρι βρίσκεται στο απόγειο). Να σημειωθεί ότι, στη σούπερ-Σελήνη ο δορυφόρος της Γης φαίνεται 16% πιο φωτεινός σε σχέση με μια μέση πανσέληνο και 30% φωτεινότερος από ό,τι μια μικρο-πανσέληνος.
Ως προς το επόμενο έτος, ο Ιανουάριος 2018 θα έχει δύο περιπτώσεις υπερ-Σελήνης, στις 2 και στις 31 Ιανουαρίου. Αξιοσημείωτο είναι ότι η πανσέληνος της 31ης Ιανουαρίου θα συνδυασθεί με ολική έκλειψη της Σελήνης.
Οι επιστήμονες αναφέρουν ότι, μια χειμωνιάτικη σούπερ-Σελήνη δείχνει μεγαλύτερη και φωτεινότερη από μια καλοκαιρινή και σημειώνουν ότι, η καλύτερη στιγμή για να δει κανείς μια υπερ-πανσέληνο, είναι αμέσως μόλις το φεγγάρι «ανατείλει» λίγο πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα.
Μέχρι τώρα, η πιο κοντινή στη Γη σούπερ-Σελήνη ήταν εκείνη στις 26 Ιανουαρίου 1948. Η επόμενη φορά που η πανσέληνος θα έλθει ακόμη πιο κοντά στη Γη, θα είναι στις 25 Νοεμβρίου 2034, επισημαίνουν οι ειδικοί.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Photo  3/12/2017 by George Konstantinou


long-eared hedgehog vs Praying Mantis - Cyprus

Wednesday 29 November 2017

Αυτά είναι τα πέντε ομορφότερα αποδημητικά πουλιά της Κύπρου - Του Γιώργου Κωνσταντίνου - Εφημερίδα πολίτης 26/11/2017

See also

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 26.11.2017

Στην Κύπρο έχουν καταγραφεί (μαζί με τα αποδημητικά) περίπου 410 είδη πουλιών, και αυτός ο αριθμός αυξάνεται κάθε χρόνο, με νέες καταγραφές.
Κάθε είδος πουλιού έχει τη δική του ξεχωριστή ομορφιά διαθέτοντας απίστευτη ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων στο φτέρωμα, καθώς και τη δική του ξεχωριστή ικανότητα, πολλά διακρίνονται για τις αλιευτικές τους ικανότητες, άλλα για το πολύ γρήγορο πέταγμά τους και τις κυνηγετικές τους ικανότητες, άλλα ότι μπορούν να συλλαμβάνουν έντομα στον αέρα, να μεταναστεύουν ταξιδεύοντας απίστευτες αποστάσεις και άλλα διακρίνονται για το υπέροχό τους κελάηδημα.
Αυτή η απίστευτη ποικιλία χρωμάτων που διαθέτουν τα πουλιά έχει ως αποτέλεσμα την προσέλκυση χιλιάδων παρατηρητών και φωτογράφων αγρίων πουλιών σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στην Κύπρο επίσης υπάρχουν πολλοί φωτογράφοι αγρίων πουλιών και ο αριθμός τους αυξάνεται συνεχώς. Πολλοί ξένοι παρατηρητές και φωτογράφοι πτηνών επίσης επισκέπτονται την Κύπρο κάθε χρόνο για να δουν τη μεγάλη ποικιλία πουλιών που συναντάμε στον τόπο μας κυρίως την εποχή της αποδημίας των πουλιών.
Ανάμεσα στους μανιώδεις φωτογράφους και κινηματογραφιστές πουλιών είμαι και εγώ, περνώντας ατελείωτες ώρες στη φύση απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή. Πολύ παλιά δυστυχώς υπήρξα κυνηγός σκοτώνοντας αυτά τα υπέροχα πλάσματα και τώρα αντιλαμβάνομαι πόσο μεγάλο λάθος έκανα σκοτώνοντας την ίδια τη φύση.
Πιστέψτε με η απόλαυση είναι πολύ μεγάλη να επιστρέφεις στο σπίτι από μια εξόρμηση φέρνοντας μαζί σου υπέροχες φωτογραφίες και βίντεο πουλιών αντί για σκοτωμένα άψυχα πουλιά. Ελπίζω και εύχομαι αυτό το παράδειγμα να το ακολουθήσουν και άλλοι κυνηγοί.
Από όλα τα πουλιά που έχω συναντήσει στις εξορμήσεις μου τα πέντε αποδημητικά είδη που παραθέτω πιο κάτω έχουν ξεχωριστή θέση για μένα λόγω της απίστευτής τους ομορφιάς.

Bee-eater (Merops apiaster) Μελισσοφάγος
Οι μελισσοφάγοι είναι πολύχρωμα αποδημητικά πουλιά που ανήκουν στην οικογένεια Μεροπίδες (Meropidae) και επισκέπτονται τον τόπο μας το φθινόπωρο από τη Ν. Ευρώπη και Ασία κατευθυνόμενοι προς Αφρική για να ξεχειμωνιάσουν και το αντίθετο την άνοιξη.

Μερικοί πληθυσμοί από αυτά τα πουλιά την άνοιξη μένουν στον τόπο μας και αναπαράγονται. Φωλιάζουν σε χαλαρές όχθες ποταμών και δρόμων σκάβοντας πολύ βαθιές τρύπες μέχρι και 1,5 μ. Γεννούν μέχρι και επτά λευκά αβγά που επωάζουν και το θηλυκό και το αρσενικό. Τρέφονται με έντομα όπως ακρίδες, μέλισσες, σφήκες, πεταλούδες και διάφορα άλλα είδη εντόμων που τα συλλαμβάνουν πάντα εν πτήσει. Επίσης εν πτήσει πίνουν και νερό από λίμνες.
Πρόκειται για προστατευόμενο πτηνό αλλά πέφτει θύμα ασυνείδητων κυνηγών που στήνουν καρτέρι και τα αποδεκατίζουν κατά εκατοντάδες, καθώς τα πουλιά μετακινούνται σε μεγάλες ομάδες.

Αλκυόνη

Alcedo atthis (Common kingfisher) Αλκυόνη
Οι αλκυόνες είναι επίσης πολύχρωμα αποδημητικά πουλιά που ανήκουν στην οικογένεια Αλκυονίδες (Alcedinidae) και επισκέπτονται τον τόπο μας το φθινόπωρο και πολλές ξεχειμωνιάζουν εδώ. Φωλιάζουν την άνοιξη σε τρύπες κοντά σε ποταμούς, λίμνες και θάλασσες και γεννούν μέχρι επτά λευκά αβγά. Δεν αναπαράγεται στον τόπο μας. Τρέφεται με μικρά ψάρια και υδρόβια έντομα.

Παραμονεύει πάνω από το νερό και όταν αντιληφθεί το θήραμα καταδύεται στο νερό και το πιάνει με το μεγάλο της ράμφος. Μπορεί να καταδυθεί μέχρι 25 πόντους βάθος. Τη συναντούμε σε ποταμούς, λίμνες, λιμνάζοντα νερά και στη θάλασσα.


European Roller (Coracias garrulus) Κράγκα - Χαλκοκουρούνα
Η Χαλκοκουρούνα γνωστή στην Κύπρο ως Κράγκα είναι πουλί αποδημητικό με έντονο γαλάζιο και μπλε χρώμα και ανήκει στην οικογένεια Κορακιίδες (Coraciidae). Επισκέπτεται την Κύπρο αργά την άνοιξη από την Αφρική όπου και ξεχειμωνιάζει.
Φωλιάζει στον τόπο μας φτιάχνοντας τρύπες σε όχθες ποταμών, δρόμων, κουφάλες δέντρων και σε φυσικές τρύπες σε γκρεμούς . Γεννά μέχρι πέντε λευκά αβγά. Τρέφεται με έντομα, αρθρόποδα, μικρά ερπετά και κάποτε μικρά τρωκτικά. Συνηθίζει να κάθεται κάπου ψηλά, εποπτεύοντας την περιοχή για τα θηράματά της. Πολλές φορές και αυτά τα πουλιά πέφτουν θύματα των ασυνείδητων κυνηγών.


Τη συναντούμε κυρίως σε ανοικτές πεδινές εκτάσεις και ξεχωρίζει από μακριά λόγω του έντονου γαλάζιου και μπλε χρώματός της.


European Robin (Erithacus rubecula) Κοκκινολαίμης
Ο Κοκκινολαίμης είναι μικρό αποδημητικό πουλί και ανήκει στην οικογένεια Μυιοθηρίδες (Muscicapidae) που μας επισκέπτεται το φθινόπωρο και ξεχειμωνιάζει στον τόπο μας. Διακρίνεται από το έντονο πορτοκαλοκόκκινο χρώμα που ξεκινά από τον λαιμό και καταλήγει στο στήθος και από το υπέροχο έντονο κελάηδημά του.


Αναπαράγεται σε περιοχές με πυκνή βλάστηση και γεννά μέχρι έξι αβγά που επωάζει μόνο το θηλυκό. Δεν αναπαράγεται στον τόπο μας. Τρέφεται με έντομα, σκουλήκια, αράχνες και φρούτα.
Είναι πουλί με εδαφική επικράτεια και όταν κάποιο άλλο πουλί του δικού του είδους εισβάλει στην περιοχή του γίνονται σκληρές μάχες. Τον συναντούμε σε δάση, πάρκα, αυλές σπιτιών και όπου έχει πυκνή βλάστηση.


Bluethroat (Luscinia svecica) Γαλαζολαίμης
Ο Γαλαζολαίμης είναι μικρό αποδημητικό πουλί σχετικά σπάνιο και επισκέπτεται τον τόπο μας το φθινόπωρο κατά το ταξίδι του από Ευρώπη για την Αφρική όπου και ξεχειμωνιάζει και ανήκει στην οικογένεια Muscicapidae.
Έχει το ίδιο μέγεθος με τον κοκκινολαίμη και διακρίνεται από το λαμπερό μπλε που ξεκινά από τον λαιμό του και καταλήγει στο στήθος του. Αναπαράγεται φτιάχνοντας τη φωλιά του σε πυκνή βλάστηση κοντά σε νερά. Γεννά μέχρι πέντε πρασινωπά αβγά. Δεν αναπαράγεται στον τόπο μας


Τρέφεται με έντομα και σκουλήκια που πιάνει κοντά σε όχθες ποταμών και λιμνών όπου και τον συναντούμε. Πρόκειται για ακριβοθώρητο πουλί καθώς είναι κρυμμένο πάντα μέσα σε πυκνή βλάστηση.

Επικοινωνία - fanigeorge@hotmail.com


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου γεννήθηκε το 1960 στη Λευκωσία και είναι φυσιοδίφης ερευνητής της κυπριακής βιοποικιλότητας. Φωτογράφος και κινηματογραφιστής αγρίας ζωής και πρόεδρος του συνδέσμου προστασίας φυσικής κληρονομίας και βιοποικιλότητας της Κύπρου. Με ακούραστη δράση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσον αφορά το περιβάλλον και την βιοποικιλότητα του τόπου μας.


Tuesday 28 November 2017

Pallid swift - Apus pallidus Shelley, 1870 - Ωχροσταχτάρα - Cyprus


The pallid swift (Apus pallidus) is a small bird, superficially similar to a barn swallow or house martin. It is, however, completely unrelated to those passerine species, since the swifts are in the order Apodiformes. The resemblances between the groups are due to convergent evolution reflecting similar life styles.

Swifts have very short legs which they use only for clinging to vertical surfaces. The genus name Apus is Latin for a swift, thought by the ancients to be a type of swallow with no feet (from Ancient Greek α, a, "without", and πούς, pous, "foot"), and pallidus is Latin for "pale". They never settle voluntarily on the ground. Swifts spend most of their lives in the air, living on the insects they catch in their beaks. They drink on the wing.

The pallid swift was first described by English naturalist George Ernest Shelley in 1870.

This 16–17 cm (6.3–6.7 in) long species is very similar to the common swift, and separation is only possible with good views. Like its relative, it has a short forked tail and very long swept-back wings that resemble a crescent or a boomerang.

It is entirely dark except for a large white throat patch which is frequently visible from a distance. It is chunkier and browner than common swift, and the slightly paler flight feathers, underparts and rump give more contrast than that species. It also has a scalier looking belly and subtly different flight action. The call is a loud dry scream similar to that of its relative, though possibly more disyllabic.

Pallid swifts breed on cliffs and eaves around the Mediterranean and on the Canary Islands and Madeira, laying two eggs. Like swallows, they are migratory, winter in southern Africa or southeast Asia.

They are rare north of their breeding areas, although they are likely to be under-recorded due to identification problems. Because of its more southerly range, pallid swift arrives earlier and leaves later than the closely related common swift, so particularly early or late swifts north of the normal range should be carefully observed.
From https://en.wikipedia.org/wiki/Pallid_swift

Photos at island agios Georgios - Akamas by George Konstantinou 


Monday 27 November 2017

Etruscan shrew - Suncus etruscus (Savi, 1822) - also known as the Etruscan pygmy shrew or the white-toothed pygmy shrew - Νανομυγαλή - Cyprus

Το μικρότερο θηλαστικό σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ζυγίζει μόνο 1.8 γραμμάρια και το μήκος του φτάνει από 4 έως 5 πόντους. Είναι το μόνο θηλαστικό της Κύπρου που δεν κατάφερα να δω ποτέ ζωντανό. Πρόκειται για εντομοφάγο ζώο με κρυπτική συμπεριφορά και ελάχιστοι το έχουν δει ζωντανό στην Κύπρο.




The Etruscan shrew (Suncus etruscus), also known as the Etruscan pygmy shrew or the white-toothed pygmy shrew is the smallest known mammal by mass, weighing only about 1.8 grams (0.063 oz) on average (The bumblebee bat is regarded as the smallest mammal by skull size and body length).


The Etruscan shrew has a body length of about 4 centimetres (1.6 in) excluding the tail. It is characterized by very rapid movements and a fast metabolism, eating about 1.5–2 times its own body weight per day. It feeds on various small vertebrates and invertebrates, mostly insects, and can hunt individuals of the same size as itself. These shrews prefer warm and damp climates and are widely distributed in the belt between 10° and 30°N latitude stretching from Europe and North Africa up to Malaysia. They are also found in the Maltese islands, situated in the middle of the Mediterranean sea.Although widespread and not threatened overall, they are generally uncommon and are endangered in some countries.


The Etruscan shrew has a slender (not truncated) body, with a length between 3 and 5.2 cm (1.2 and 2.0 in) excluding the tail, which adds another 2.4 to 3.2 cm (0.94 to 1.26 in). The body mass varies between 1.3 g (0.046 oz) and 2.5 g (0.088 oz) and is usually about 1.8 g (0.063 oz). In comparison, the related Greater White-toothed Shrew can be twice as long and weighs four to five times more. The head is relatively large, with a long, mobile proboscis, and the hind limbs are relatively small. The ears are relatively large and protuberant. The Etruscan shrew has a very fast heart beating rate, up to 1511 beats/min (25 beats/s) and a relatively large heart muscle mass, 1.2% of body weight. The fur color on the back and sides is pale brown, but is light gray on the stomach. The fur becomes denser and thicker from fall through the winter. The shrew usually has 30 teeth, but the 4th upper intermediate tooth is very small (rudimentary), and is absent in some individuals. Near the mouth grow a dense array of short whiskers, which the shrew actively uses to search for prey, especially in the night. Dimorphism in body features between males and females is absent


Etruscan shrews live alone, except during mating periods. Their lifespan is estimated at typically around two years, but with a large uncertainty. They protect their territories by making chirping noises and signs of aggressiveness. They tend to groom themselves constantly when not eating, and are always moving when awake and not hiding. The hiding periods are short, and typically last less than half an hour. Clicking sounds are heard when these shrews are moving, which cease when they rest. The shrews are more active during the night when they make long trips; during the day, they stay near the nest or in a hiding place. They reach their maximum level of activity at dawn.


The movements of the Etruscan shrew are rapid, with a rate of about 780 min−1 (13 s−1). In cold seasons and during shortages of food, the shrews lower their body temperatures down to about 12 °C (54 °F) and enter a state of temporary hibernation to reduce energy consumption. Recovery from this state is accompanied by shivering with the frequency of about 3500 min−1 (58 s−1). This induces heating, with the rate up to 0.83 °C/min, which is among the highest values recorded in mammals; the heart rate increases exponentially with time from 100 to 800–1200 beats/min, and the respiratory rate rises linearly from 50 to 600–800 beats/min.


Etruscan shrews mate primarily from March to October, though they can be pregnant at any time of the year. Pairs usually form in the spring and may tolerate each other and their young for some time at the nest. The gestation period is 27–28 days, and they have 2–6 cubs per litter. Cubs are born naked and blind, weighing only 0.2 g (0.0071 oz). After their eyes open at 14 to 16 days old, they mature quickly. The mother usually moves the young when they are 9 to 10 days old and if disturbed leads them by caravanning them to a new location. The young Etruscan shrews are weaned at 20 days old. By three to four weeks of age, the young are independent and are soon sexually mature.


The Etruscan shrew inhabits a belt extending between 10° and 40°N latitude across Eurasia. In Southern Europe, it has been found in Albania, Bosnia and Herzegovina, Bulgaria, Croatia, Cyprus, France, Macedonia, Malta, Montenegro, Greece, Italy, Portugal, Slovenia, Spain, and Turkey, with unconfirmed reports in Andorra, Gibraltar and Monaco; it has been introduced by humans to some European islands, such as Canary Islands.


The shrew also occurs in North Africa (Algeria, Egypt, Libya, Morocco, Tunisia) and around Arabian Peninsula (Bahrain, Israel, Jordan, Lebanon, Oman, Syria, and Yemen including Socotra). In Asia, it was observed in Afghanistan, Azerbaijan, Bhutan, China (Gengma County only), Burma, Georgia, India, Iran, Iraq, Kazakhstan, Laos, Malaysia (Malaysian part of Borneo island), Nepal, Pakistan, Philippines, Sri Lanka, Tajikistan, Thailand, Turkey, Turkmenistan and Vietnam. There are unconfirmed reports of the Etruscan shrew in West and East Africa (Guinea, Nigeria, Ethiopia) and in Armenia, Brunei, Indonesia, Kuwait and Uzbekistan.


Overall the species is widespread and not threatened, but its density is generally lower than of the other shrews living in the area. In some regions it is rare, especially in Azerbaijan, Georgia (included into the Red Book), Jordan and Kazakhstan (Red Book)


The Etruscan shrew favors warm and damp habitats covered with shrubs, which it uses to hide from predators. Areas where open terrain such as grasslands and scrub meet deciduous forests are usually inhabited. It can be found at sea level but is usually confined to the foothills and lower belts of mountain ranges, though has been found up to 3,000 m (9,800 ft) above sea level. It colonizes riparian thickets along the banks of lakes and rivers, as well as human-cultivated areas (abandoned gardens, orchards, vineyards, olive groves and edges of fields). The shrew, however, avoids intensively cultivated areas, as well as dense forests and sand dunes. It is poorly adapted to digging burrows, so arranges its nests in various natural shelters, crevices and others' uninhabited burrows. They frequent rocks, boulders, stone walls and ruins, darting quickly in and out between them


Because of its high ratio of surface area to body volume, the Etruscan shrew has an extremely fast metabolism and must eat 1.5–2.0 times its body weight in food per day. It feeds mostly on various invertebrates, including insects, larvae and earthworms, as well as the young of amphibians, lizards and rodents, and can hunt prey of nearly the same body size as itself. It prefers species with a soft, thin exoskeleton, so it avoids ants when given a choice. Grasshoppers, where common, are often regular prey. It kills large prey by a bite to the head and eats it immediately, but takes small insects back to its nest. When hunting, the Etruscan shrew mostly relies on its sense of touch rather than vision, and may even run into its food at night


The largest threat to Etruscan shrews originates from human activities, particularly destruction of their nesting grounds and habitats as a result of farming. Etruscan shrews are also sensitive to weather changes, such as cold winters and dry periods. Major predators are birds of prey, especially owls

From https://en.wikipedia.org/wiki/Etruscan_shrew


Photos by George Konstantinou.